- κἀπιμαρτυρήσαντας
- ἐπιμαρτυρήσαντας , ἐπιμαρτυρέωbear witness toaor part act masc acc plἐπιμαρτυρήσαντας , ἐπιμαρτυρέωbear witness toaor part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.